- επισημανσις
- ἐπισήμανσιςἐπι-σήμανσις-εως ἥ знак, отметка
ἐ. κεραυνῶν Arst. — след удара молнии
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐ. κεραυνῶν Arst. — след удара молнии
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἐπισήμανσις — marking fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισήμανση — η (AM ἐπισήμανσις) [επισημαίνω] νεοελλ. 1. σημάδεμα, μαρκάρισμα 2. έντονη και εμφαντική υπόδειξη, τονισμός 3. εκτύπωση σε γραμματόσημο ή ένσημο νέας αξίας ή άλλης ένδειξης 4. ναυτ. η τοποθέτηση σημάτων σε επικίνδυνα για τους ναυτιλλομένους σημεία … Dictionary of Greek
ἐπισημάνσεως — ἐπισημάνσεω̆ς , ἐπισήμανσις marking fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)